μαλλομπάμπακος
Смотреть что такое "μαλλομπάμπακος" в других словарях:
μαλλοβάμβακος — και μαλλομπάμπακος, η, ο κατασκευασμένος ή υφασμένος από μαλλί και βαμβάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + βάμβαξ, ακος] … Dictionary of Greek
μαλλοβάμβακος — μαλλοβάμβακος, η, ο και μαλλομπάμπακος, η, ο ο κατασκευασμένος από μαλλί και μπαμπάκι: Έραψε ένα μαλλομπάμπακο σακάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)